- κοτέω
- κοτ-έω, ([etym.] κότος) [dialect] Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice,A bear one a grudge, be angry at him, c. dat. pers.,
κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Il.5.177
, cf. 18.367;Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος 23.383
;τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο 2.223
; τοῖσίν τε κοτέσσεται ([dialect] Ep. for κοτέσηται) 5.747, 8.391, Od.1.101;λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες Hes.Sc.403
: prov.,κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτονι τέκτων Id.Op.25
: c.dat.rei,βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.Supp.13a31
: c. gen. rei, ἀπάτης κοτέων angry at the trick, Il.4.168; κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα . . 14.191: abs.,οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181
, cf. 23.391; κεκοτηότι θυμῷ ([dialect] Ep. [tense] pf. part.) with angry heart, 21.456, Od.9.501, 19.71: [tense] aor.κοτέσασα h.Cer.254
;Διωνύσῳ κοτέσασα Euph.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.